1. Γενικές Διατάξεις.
Όλοι οι εργαζόμενοι, με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου, ανεξαρτήτως της ειδικότητάς τους (υπάλληλοι ή εργατοτεχνίτες), του τρόπου αμοιβής τους καθώς και της νομικής μορφής του εργοδότη (εταιρεία ή ατομική επιχείρηση), δικαιούνται ετήσια κανονική άδεια με πλήρεις αποδοχές. Η άδεια αυτή είναι γνωστή και ως άδεια αναψυχής και χορηγείται στους μισθωτούς κάθε χρόνο. Τα θέματα της χορήγησης κανονικής άδειας με πλήρεις αποδοχές για όλους τους μισθωτούς ρυθμίζει βασικά ο Α.Ν. 539/1945, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από μεταγενέστερους νόμους (Ν. 1346/1983, Ν. 3144/2003, 3227/2004, 3302/2004) και ισχύει σήμερα. Η ανωτέρω άδεια δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται με την αποχή των μισθωτών από την εργασία λόγω ασθενείας, άδεια, η οποία αποκαλείται αναρρωτική άδεια.
2. Δικαίωμα και Προϋποθέσεις χορήγησηςετήσιας κανονικής άδειας.
α. Ρύθμιση άδειας κατά το 1ο ημερολογιακό έτος απασχόλησης του εργαζόμενου.
Για το 1ο ημερολογιακό έτος εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, καθιερώνεται υποχρέωση του εργοδότη να χορηγεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου αναλογία – ποσοστό των ημερών αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, βάσει του χρονικού διαστήματος απασχόλησης στο έτος αυτό. Η αναλογία της άδειας, υπολογίζεται επί των 20 επί πενθημέρου (1,66 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας) και των 24 επί εξαημέρου (2 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας) ημερών.
β. Ρύθμιση κανονικής άδειας κατά το 2ο ημερολογιακό έτος
Κατά δε το 2ο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τμηματικά την άδειά του, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο δεύτερο αυτό έτος, στον οικείο εργοδότη. Η αναλογία της άδειας υπολογίζεται εκ νέου, όπως και κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος, με βάση τις 20 ημέρες επί πενθημέρου και τις 24 ημέρες επί εξαημέρου. Κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και κατά το χρονικό σημείο συμπληρώσεως 12 μηνών από την ημερομηνία πρόσληψης, η άδεια επαυξάνεται κατά μία εργάσιμη ημέρα. Ως εκ τούτου, η άδεια κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, η οποία θα πρέπει να χορηγηθεί από τον εργοδότη αναλογικώς ή ολόκληρη στο τέλος, έως την 31η Δεκεμβρίου του έτους αυτού, φθάνει στο ύψος των 21 επί πενθημέρου και των 25 επί εξαημέρου, εργάσιμων ημερών.
γ. Ρύθμιση κανονικής άδειας κατά το 3ο και επόμενα ημερολογιακά έτη
Κατά το 3ο ημερολογιακό έτος, καθώς και για καθένα από τα επόμενα, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και μάλιστα σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή, θα φθάσει τις 22 ημέρες επί πενθημέρου και τις 26 επί εξαημέρου, εάν έχουν συμπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης εντός του τρίτου αυτού ημερολογιακού έτους.
– Σύμφωνα με το άρθρο 3 της από 2.4.2008 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. υπάλληλοι και εργατοτεχνίτες (-τριες) που συμπληρώνουν υπηρεσία δέκα (10) ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία δώδεκα (12) ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούνται άδεια τριάντα (30) εργάσιμων ημερών, αν εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή είκοσι πέντε (25) εργάσιμων ημερών, αν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Από 1-1-2008, μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούνται μία (1) επιπλέον εργάσιμη ημέρα, δηλ. συνολικά τριάντα μία (31) και είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες αντίστοιχα.
3. Χρόνος χορήγησης ετήσιας κανονικής άδειας.
Ο χρόνος που ο μισθωτός θα λάβει την άδειά του καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ αυτού και του εργοδότη του, με την έναρξη κάθε νέου ημερολογιακού έτους (1η Ιανουαρίου) και μπορεί να την λάβει μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
Ειδικότερα, ο εργοδότης υποχρεούται:
Ø Να χορηγήσει σε όλους τους μισθωτούς της επιχείρησής του την άδεια που δικαιούνται, πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν αυτοί δεν την ζήτησαν (άρθρο 4 παρ. 1 εδ. 2 όπως ισχύει με την παρ. 15 του άρθρου 3 του Ν. 4504/66).
Ø Να χορηγήσει στο μισό τουλάχιστον προσωπικό του άδειες κατά τη θερινή περίοδο, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Μαϊου μέχρι 30ης Σεπτεμβρίου κάθε έτους.
Ø Να χορηγήσει άδεια σε μισθωτό μέσα σε δύο μήνες από το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός υπέβαλε έγγραφη αίτηση άδειας.
Ø Μετάθεση του χρόνου άδειας σε άλλο ημερολογιακό έτος δεν επιτρέπεται ακόμη και όταν υπάρχει συναίνεση του μισθωτού. Απαγορεύεται, επίσης, ρητά κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου για εγκατάλειψη από τον τελευταίο του δικαιώματος άδειας του.
4. Εξαιρέσεις από την υποχρέωση χορήγησης ετήσιας κανονικής άδειας.
Η μη χορήγηση ετήσιας κανονικής άδειας είναι δυνατή, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 Α.Ν. 539/1945, μόνο στις παρακάτω κατηγορίες προσώπων:
Ø Στους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις ή εργασίες στις οποίες απασχολούνται μόνο μέλη της οικογένειας του εργοδότη.
Ø Στους εργαζόμενους σε γεωργικές, κτηνοτροφικές, δασικές, ναυτιλιακές και αλιευτικές εργασίες.
Ø Στους απασχολούμενους πάρεργα σαν μισθωτούς, ενώ ασκούν άλλο κύριο επάγγελμα, γιατί στα πρόσωπα αυτά δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Ø Στους μισθωτούς που κατέχουν θέση εποπτείας, διεύθυνσης ή εμπιστευτική.
Ø Στους μισθωτούς που απουσίασαν από την εργασία τους λόγω ασθένειας για μεγάλο χρονικό διάστημα. (δηλαδή πέρα από τα καθοριζόμενα από το νόμο χρονικά όρια της «βραχείας διάρκειας» ασθένειας.
5. Χορήγηση Επιδόματος Αδείας.
Κάθε μισθωτός εφόσον απασχολείται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιοδήποτε εργοδότη, δικαιούται μαζί με την ετήσια κανονική άδεια να λάβει αποδοχές αδείας καθώς και επίδομα αδείας (άρ. 3, παρ. 16 Ν. 4504/1966), ίσο προς το σύνολο των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό ότι δεν δύναται να υπερβεί για όσους μεν αμείβονται με μηνιαίο μισθό, τις αποδοχές ενός 15ημέρου, για όσους δε αμείβονται με ημερομίσθιο τα 13 ημερομίσθια. Οι αποδοχές και το επίδομα άδειας προκαταβάλλονται στον δικαιούχο μισθωτό κατά την ημέρα λήψης της άδειας.
6.Ετήσια κανονική άδεια και λύση εργασιακής σχέσης.
Σε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης του μισθωτού με τον εργοδότη με οποιονδήποτε τρόπο, προτού αυτός λάβει την κανονική άδεια που του αναλογεί και του οφείλεται, δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια (άρ. 1, παρ. 3 του Ν. 1346/1983).
7. Χρήσιμες επισημάνσεις.
– Στον υπολογισμό των ημερών άδειας περιλαμβάνονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες κατά τις οποίες θα απασχολείτο ο μισθωτός αν προσερχόταν κανονικά στην εργασία του. Δεν υπολογίζονται στις ημέρες άδειας οι Κυριακές, τα Σάββατα (σ’ αυτούς που εργάζονται με το σύστημα 5νθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας), οι αργίες καθώς και οποιαδήποτε άλλη μη εργάσιμη ημέρα του μισθωτού, οι οποίες εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα που ο μισθωτός κάνει χρήση της άδειας του.
– Στον υπολογισμό των ημερών άδειας δεν μπορούν να συμψηφιστούν ημέρες αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω βραχείας διάρκειας ασθένειας, στρατεύσεως, απεργίας, ανταπεργίας, ανωτέρας βίας. Επίσης στις ημέρες κανονικής άδειας δεν μπορούν να συμψηφιστούν και οι ημέρες ειδικών αδειών που προβλέπονται για τους μισθωτούς. (Π.χ. άδεια γάμου ή κυήσεως κλπ).
– Κατά τη διάρκεια της αδείας απαγορεύεται η απόλυση του μισθωτού απ' τον εργοδότη (άρθρο 5 παρ. 6 ΑΝ 539/45).